-
1 αποκτείνας
-
2 ἀποκτείνας
-
3 αὐθεντία
αὐθεντ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθεντία
-
4 εὐαγής
A free from pollution, pure:1 of persons, guiltless, ὁ δὲ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα.. ὅσιος ἔστω καὶ εὐ. Lex ap.And.1.96, cf. Porph.VP15; εὐαγεστάτων ἱππέων, v.l. for εὐγενεστάτων, D.H.10.13; of bees, chaste (cf. Virg.G.4.198), AP9.404.7 (Antiphil.).2 of actions, holy, lawful, τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε; S.Ant. 521;εὐαγές ἐστι τὸ ἀποκτεῖναι D.9.44
, cf. Arist.Fr. 538, App.BC2.148; τοῦτο δ' οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη wellomened, favourable, Pl.Ep. 312a. Adv.εὐαγέως, ἔρδειν h.Cer. 274
, 369, cf. A.R.2.699, POxy.1203.5 (i A.D.), etc.;οὐκ εὐαγῶς Ph.2.472
: [comp] Sup.- έστατα Jul.Or.7.230d.3 of offerings or services, undefiled: hence, lawful,ἐλέφας.. οὐκ εὐ. ἀνάθημα Pl.Lg. 956a
;θυηλαί A.R.1.1140
, etc.;ὕμνοι AP7.34
(Antip. Sid.); λύσις a solution free from defilement, S.OT 921;οὐκ εὐ. ἀπολογίαι Porph.Abst.2.10
. ( Εὐηάγης as pr. n., IG12(9).56.118 (Styra, v B.C.).)-------------------------------------------A = καλῶς κεκλασμένος, Suid., cf. EM266.3.------------------------------------εὐᾱγής [(C)], ές, (v. fin.)A bright, clear, εὐᾱγέος ἠελίοιο (cf.ἁγής 11
) Parm. 10.2; καθαρὰ καὶ εὐαγέα, of the sun and heavenly bodies, Hp. Insomn.89, cf. Democr. ap. Thphr.Sens.73,78;λευκῆς χιόνος.. εὐαγεῖς βολαί E.Ba. 662
; εὐαγέστερον γίγνεσθαι, opp. σκοτωδέστερα φαίνεσθαι καὶ ἀσαφῆ, Pl.Lg. 952a; εὐαγέστατος, opp. θολερώτατος, of air, Id.Ti. 58d;χεύων ὁλκὰν εὐαγῆ Lyr.Alex.Adesp.35.19
; σὺν.. εὀαγεῖ (also εὐαγεῖ, εὐαυγεῖ)Υγιείᾳ Pae.Erythr.15
, al.;ὀφθαλμοί Aret.SA2.4
, Adam.1.13.2 metaph., alert,ἄνθρωποι Hp.Vict.2.62
(v.l. γίνεται εὐαγής (sc. ἥ τε ὄψις καὶ ἡ ἀκοή), cf. εὐαγέα (v.l. εὐπαγέα) καὶ εὐήκοα ibid.).II far-seen or conspicuous,πέτρα Pi.Pae.Fr.19.25
; ἕδραν παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ a seat in full view of the army, A.Pers. 466;ἔστην θεατὴς πύργον εὐαγῆ λαβών E.Supp. 652
. ([pron. full] ᾱ Parm.l.c., Lyr. Alex.l.c.,AP6.204 (Leon., s.v.l.).—Perh. fr. εὐ-ᾱυγής ( ᾰὐγήlengthd., cf. εὐᾱγορέω, εὐᾱής, etc.), as ἑᾱτοῦ fr. ἑᾱυτοῦ: εὐαυγ- is a correction in Pi.l.c., v.l. in Pae.Erythr.l.c., and may be the original spelling; cf. εὐαυγής.) -
5 προσποιέω
A make over to, add or attach to,π. τισὶ τὴν Κέρκυραν Th. 1.55
, cf. 2.2, 3.70, etc.;Λέσβον π. τῇ πόλει X.HG4.8.28
, etc.;χάριν D.60.14
, cf. Plot.6.1.21.2 μνημείῳ κακὸν π. do damage to, MAMA4.27.3 = προσποιέομαι 11.3,ὡς εἴη X.Eph.1.5
.II mostly in [voice] Med., with [tense] aor. [voice] Pass. in Plb. (v. infr. 5), D.S.15.46, 19.6:— procure for oneself,ξύλινον πόδα Hdt.9.37
; include in one's purview, Plot.6.1.19, 6.3.8, 6.3.19: most freq. of persons, attach to oneself, win or gain over,ἑταιρηΐην Hdt.5.71
, cf. 6.66, Th.4.77, etc.; ; [ θεούς] X.Vect.6.3: c.dupl.acc., φίλους π. τινάς as friends, Hdt.1.6;εὔνουν π. τινά E.Hel. 1387
;ὑπηκόους τὰς πόλεις Th.1.8
;π. χωρίον ἐς τὴν ξυμμαχίαν Id.2.30
.2 take to oneself what does not belong to one, pretend to, lay claim to, c. acc.,τὴν τῶν γεφυρῶν οὐ διάλυσιν Id.1.137
;φήμην Aeschin.2.166
;μείζω τῶν ὑπαρχόντων Arist.EN 1127b9
: c. gen. partit., π. τῶν χρημάτων claim some of.., Ar. Ec. 871, cf. Is.4.3,7.3 generally, pretend, affect,ὀργήν Hdt.2.121
.δ; τὸ δεῖσθαι Isoc.1.24
; π. ἔχθραν use it as a pretence, allege, Th.8.108;π. Ἀριστοτέλην Luc.Pisc.50
: c.acc.part.,προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον Ph.2.531
.4 c. inf., pretend to do or to be, Hdt.3.2, Antipho 2.4.2, Lys.1.13; ὅσοι πολιτικοὶ π. εἶναι profess to be, Pl.Grg. 519c, cf. Alc.1.108e, etc.;π. μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδέν Id.Ap.23d
, cf. 26e; ὅρα μὴ τούτων μὲν ἐχθρὸς ᾖς, ἐμοὶ δὲ προσποιῇ (sc. εἶναι) D.18.125; μὴ ἀποκτείνας π. (sc. ἀποκτεῖναι) Lys.13.75: [tense] aor.[voice] Pass.,- ποιηθεὶς στρατεύειν D.S.19.6
: c. inf. [tense] fut., make as if one would, X.An.4.3.20, etc.5 with a neg., pretend the contrary, δεῖ δέ, εἰ καὶ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι one must make as if it were not so, Th.3.47, cf. Thphr. Char.1.5;τούτων οὐ προσποιουμένων D.47.10
;οὐδὲν πέπονθας δεινόν, ἂν μὴ προσποιῇ Men.Epit.Fr.8
, cf. Philem.23: [tense] aor. [voice] Pass.,σαφῶς εἰδὼς.., οὐ προσποιηθεὶς δέ Plb.5.25.7
, cf. 31.14.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσποιέω
См. также в других словарях:
ἀποκτείνας — ἀποκτείνᾱς , ἀποκτείνω kill aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PYANEPSIA — sacra apud Athenienses. Auctores in nomine variant. Harpocration a Lycurgo Ποιανοψίαν, ab aliis Πανοψίαν appellari tradit. Ποιανοψίαν inquit, Λυκοῦργος εν τῇ κατὰ Μενεσαίχμου, καὶ ἠμεῖς Ποιανοψίαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν: οἱ δὲ ἄλλος Ε῞λληνες… … Hofmann J. Lexicon universale
STELLIO — Hebr. schemamith. Proverb. c. 30. v. 28. Graece καλαβώτης, et ἀσκαλαβώτης, ad verbum ἀςτερίας, quod notis quibusdam, velut stellis, variatus, e lacertarum genere, pusillum animal et valde sollers est, in muscis praesertim et araneis venandis.… … Hofmann J. Lexicon universale
αυθεντία — η (AM αὐθεντία) [αυθέντης] νεοελλ. 1. το αναμφισβήτητο κύρος σε κάποιον τομέα της επιστήμης ή της τέχνης 2. αυτός που διαθέτει το αναμφισβήτητο κύρος, ο κατεξοχήν ειδικός μσν. 1. το αξίωμα του «αυθέντου» 2. η τάξη των αρχόντων 3. η περιοχή στην… … Dictionary of Greek
αφεντιά — η (AM αὐθεντία, Μ και ἀφεντία) εξουσία, κυριαρχία μσν. νεοελλ. 1. κρατική εξουσία 2. δικαστική εξουσία 3. ιδιοκτησία 4. κυριότητα 5. φυλακή νεοελλ. 1. η τάξη των αφεντάδων, των αρχόντων 2. αρχοντιά, ευγένεια εμφάνισης και τρόπων 3. (με τη γεν.… … Dictionary of Greek